πλοηγώ

πλοηγώ
1. μτβ., οδηγώ το πλοίο σε ορισμένες περιπτώσεις, πιλοτάρω.
2. αμτβ., είμαι πλοηγός: Χρόνια πλοηγούσε στη διώρυγα του Σουέζ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλοηγώ — πλοηγώ, πλοήγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλοηγώ — έω, Ν [πλοηγός] 1. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο τού πλοηγού 2. οδηγώ πλοίο κοντά στις ακτές ή διά μέσου στενών θαλάσσιων διόδων ή εντός λιμένα, κν. πιλοτάρω 3. μτφ. οδηγώ κάποιον και τόν βοηθώ να βγει από μια δύσκολη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • πλοήγηση — η, Ν [πλοηγώ] 1. η διακυβέρνηση ενός πλοίου κατά την είσοδο και αγκυροβολία του στο λιμάνι, κατά την έξοδό του από αυτό ή κατά τον διάπλου πορθμών, διωρύγων και διαύλων, ενέργεια που γίνεται ή από τον πλοίαρχο, όταν πρόκειται για σχετικώς μικρά… …   Dictionary of Greek

  • πλοηγεσία — η, Ν [πλοηγώ] η καθοδήγηση ξένου πλοίου σε τμήμα θάλασσας που απαιτεί ακριβέστερες και ιδιαίτερες γνώσεις σχετικές με τον πλου στην αντίστοιχη περιοχή …   Dictionary of Greek

  • πιλοτάρω — 1. οδηγώ πλοίο, πλοηγώ. 2. οδηγώ αεροπλάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”